- καμπάδικος
- η , ο1) толстый, грубый (о ткани); 2) мясистый, свежий (об овощах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμπάδικος — η, ο 1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός 2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης β) νωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. άδ ικος, πρβλ. κουβαρντ άδ ικος, ραγι άδ ικος] … Dictionary of Greek